Προκειμένου να κατανοήσετε πλήρως το πώς δημιουργήθηκε το brand, είναι σημαντικό να ξεκινήσετε από την -πολύ- αρχή. Από τον Sidney Frank.
O Frank ήταν από νεαρή ηλικία ένας entrepreneur. Ενώ τα περισσότερα παιδιά έπαιζαν με απλά παιχνίδια, ο ίδιος, από πολύ μικρή ηλικία είχε αποδείξει πως ήταν γεννημένος για μεγαλύτερα πράγματα. Είναι χαρακτηριστικό, πως στην ηλικία των 12 ετών έφτιαξε μόνος του μία μεγάλη σκάλα, και χρέωνε τους τουρίστες 10 cents τον καθένα ώστε να τους ανεβάζει σε έναν βράχο κοντά στο σπίτι του για να βλέπουν την θέα.
Χάρη στην φαντασία και την ευστροφία του, ο Frank κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα ώστε να μπει στο Brown University, παρά το γεγονός ότι του έφτασαν μόνο για ένα χρόνο. (Σημειώστε πως ο ίδιος, χρόνια αργότερα δώρισε 100 εκατομμύρια δολάρια στο Brown ώστε οι φοιτητές που δεν μπορούν να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών του, να μην αναγκάζονται να τα παρατήσουν.)
Σε συνέντευξή του στην Daily Mail, ο Frank κάποτε δήλωσε πως ο ευκολότερος τρόπος για να βγάλεις εκατομμύριο δολάρια είναι… “να παντρευτείς κάποιον που να τα έχει ήδη”. Και μπορεί η έκφρασή του να θεωρείται αρκετά κυνική, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι πολύ καλός στο να βγάζει από μόνος του εκατομμύρια, δεν μπορούμε ωστόσο να παραλείψουμε το γεγονός πως μιλούσε απολύτως εκ πείρας.
Ενώ φοιτούσε ακόμα στο Brown, ο Frank έκανε πρόταση γάμου στην Louise Rosenstiel όχι μία, αλλά έξι φορές! Τελικά τα κατάφερε, η Louise δέχτηκε, και ο πατέρα της τύγχανε να είναι ο ιδρυτής της Schenley Distillers, του μεγαλύτερου αποστακτηρίου όλης της Αμερικής εκείνη την εποχή. Ο Frank, από την μία ημέρα στην άλλη έπαψε να είναι ένας απλός αγρότης. Είχε γίνει πλέον ένα από τα ισχυρότερα ονόματα της αμερικάνικης ελίτ.
Στην εταιρία του πεθερού του ωστόσο δεν τα πήγε και τόσο καλά. Τα πήγε για την ακρίβεια τόσο άσχημα που τον ανάγκασαν να αποχωρήσει το 1970. Ο Frank όχι μόνο δεν πτοήθηκε, αλλά η κίνηση αυτή τον οδήγησε στην δημιουργία της δικής του πλέον εταιρίας, της “ Sidney Frank Importing.” O πρώτος του θρίαμβος ήταν με το Jägermeister, για την προώθηση του οποίου σκέφτηκε να στήσει μία τεράστια marketing καμπάνια βασιζόμενη στις Jägerettes. Τα κορίτσια του Jägermeister είχαν τότε μόνο ένα σκοπό: Να γυρίζουν όλη την Αμερική, πείθοντας τους φοιτητές των Κολεγίων να πίνουν σφηνάκια από το συγκεκριμένο ποτό. Τα κατάφεραν.
Επόμενος σταθμός για τον Frank, η κατηγορία της high-end βότκας. Οι απλές βότκες της εποχής μπορεί να είχαν τεράστια ανταπόκριση από το κοινό, πωλούνταν όμως σχεδόν για 15 δολάρια η φιάλη. Κάπου εδώ ήταν λοιπόν που ο Frank αποφάσισε πως ήθελε να φτιάξει “την πιο νόστιμη βότκα του κόσμου”. Πως το δημιούργημά του θα έπειθε τον κόσμο να δώσει 30 δολάρια ανά φιάλη ώστε να απολαμβάνει ένα εξαιρετικά νόστιμό ποτό, φτιαγμένο με τα καλύτερα δυνατά συστατικά.
Η σκέψη του Frank άλλαξε τον κόσμο του ποτού όπως των γνωρίζαμε ως τότε. Και σα να μην έφτανε η ιδέα του, αποφάσισε επίσης πως η βότκα του ήθελε να παράγεται στην Γαλλία, και όχι στην Πολωνία, την Ρωσία ή κάποια χώρα της Σκανδιναβίας όπως συνηθίζονταν ως τότε.
Υπήρχε όμως μία λογική πίσω από την σκέψη του – Η Γαλλία εδώ και αιώνες είχε αποκτήσει την αυθεντία στην παραγωγή αλκοολούχων, ενώ παράλληλα διέθετε και ορισμένες από τις πιο φινετσάτες φυτείες σιταριού στον κόσμο. Χρειάζονταν όμως και άτομα για να στηρίξουν το όραμά του. Άτομα που να γνωρίζουν τρομερά καλά την δουλειά τους και να έχουν πάθος για καινοτομία. Τα βρήκε. Και κυρίως βρήκε τον François Thibault.
Ο François Thibault
Ο Thibault συνεργαζόταν ήδη με τον Frank καθώς παρήγαγε προϊόντα για την εισαγωγική του εταιρία, ενώ παράλληλα ήταν και ο άνθρωπος πίσω από την παραγωγή του Κονιάκ Jacques Cardin. Ως Maître de Chai, ο Thibault ήταν ενθουσιασμένος με την καινοτομία και τον πειραματισμό στον κόσμο των αποσταγμάτων και αυτή ακριβώς η τόλμη του στο να θέλει διαρκώς να ξεπερνά τα όρια ήταν το χαρακτηριστικό που έκανε τον Frank να πιστέψει σε αυτόν για την δημιουργία μίας super premium βότκας. Ο Thibault συμφώνησε και μάλιστα θέλησε να επιβλέπει προσωπικά κάθε στάδιο της παραγωγής της Grey Goose, από την διαλογή των καλύτερων πρώτων υλών, ως την απόσταξη και το blending του τελικού αποστάγματος.
Ο Thibault εργάζεται ακόμη και σήμερα για την Grey Goose και το πάθος του για το προϊόν του είναι διάχυτο σε κάθε ιστορία που διηγείται για αυτό. Νιώθεις πάντα πως μιλά σαν ένας περήφανος πατέρας που διηγείται τις στιγμές του παιδιού του.
“Όταν η Sidney Frank Importing ήταν έτοιμη για την πρώτη της παραγγελία, στάλθηκε ένα fax στην Γαλλία μέσα από το οποίο ζητούσαν 30.000 κιβώτια,” θυμάται ο Thibault. “Οι πωλήσεις πίστευαν πως σίγουρα έγινε κάποιο λάθος, ωστόσο ο Frank ήθελε όντως αυτά τα κιβώτια. Μας έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση που κολλήσαμε το fax στον τοίχο,” συμπληρώνει.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο ενθουσιασμός του Frank και η πίστη του σε αυτό το νέο προϊόν, απέφεραν λαμπρά αποτελέσματα. Είχε τόσο μεγάλη επιτυχία η Grey Goose που το 2004, η Bacardi αποφάσισε να το κάνει δικό της, πληρώνοντας μάλιστα ένα φημολογούμενο ποσό που μιλά για 2.4 εκατομμύρια δολάρια. Εκείνη την εποχή ήταν η υψηλότερη τιμή που είχε ποτέ δοθεί για ένα μόνο αλκοολούχο ποτό.
Η Grey Goose περνώντας στο σήμερα
Ο Sidney Frank πέθανε ως πολύ-εκατομμυριούχος τον Ιανουάριο του 2006 στην ηλικία των 86 ετών, το όνομά του ωστόσο ακόμη και σήμερα εμπνέει τον σεβασμό σε όλους όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με τον χώρο του ποτού.
Η Bacardi, συνεχίζει ακόμη και σήμερα να επενδύει πολύ στην Grey Goose και στην άρτια ποιότητά της, ενώ επιπλέον διατηρεί τον François Thibault ως υπεύθυνο του κάθε σταδίου της παραγωγής της. Αυτό που άφησε ο Frank, και αυτό που διαχειρίζεται σήμερα η Bacardi είναι ένα brand βότκας που βασίστηκε στην εξαιρετική ποιότητα αλλά και στο όραμα ενός ανθρώπου.
All editorial and photography on this website is copyright protected
© Odd Firm of Sin 2024